- εκπροσωπώ
- εκπροσώπησα, εκπροσωπήθηκα, εκπροσωπημένος, μτβ.1. αντιπροσωπεύοντας κάποιον ενεργώ στο όνομά του και για λογαριασμό του: Την Ελλάδα στο διεθνές συνέδριο την εκπροσώπησε ο πρωθυπουργός.2. μτφ., προσωποποιώ αφηρημένη έννοια, εμφανίζομαι ως προσωποποίησή της: Ο Βαλαωρίτης εκπροσωπεί στην ποίηση μας το ρομαντισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.